- μισητῶς
- μῑσητῶς , μισητόςhatefuladverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μισητός — ή, ό (ΑΜ μισητός, ή, όν) [μισώ] αυτός που επισύρει εναντίον του το μίσος, άξιος μίσους, μισημένος, μισούμενος, απεχθής (α. «την ώρα, όπου εσβηούντο οι μισητοί, τον θεόν ευχαριστούσε», Σολωμ. β. «οὐκ οἶδεν οἷα γλῶσσα μισητῆς κυνός λέξασα»,… … Dictionary of Greek